- ἐπιβουλίας
- ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλίαtreacheryfem acc plἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλίαtreacheryfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.